λυγοειδής

λυγοειδής
λῠγο-ειδής, ές,
A like agnus castus, Dsc.4.144.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λυγοειδής — λυγοειδής, ες (Α) [λύγος] αυτός που μοιάζει με λυγαριά («κλωνία λυγοειδῆ», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • λυγοειδῆ — λυγοειδής like agnus castus neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λυγοειδής like agnus castus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λυγοειδής like agnus castus masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”